τιλιά

τιλιά
τιλία η бот. липа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τιλιά" в других словарях:

  • τιλία — και τίλια και τιλιά, η, Ν βοτ. η φλαμουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tilia < νεολατ. tilia < λατ. tilia «φιλύρα»] …   Dictionary of Greek

  • φλαμουριά — (τίλια η πλατύφυλλη ή ευρωπαία). Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των τιλιιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό και ως τίλιο. Οι τιλιίδες είναι συγγενείς με τους μαλαχίδες, μαζί με τους οποίους υπάγονται στην τάξη των μαλαχωδών. Πρόκειται για ένα ωραίο… …   Dictionary of Greek

  • φιλύρα — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.) του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (10 τ. χλμ.). II Όνομα μυθολογικού προσώπου, κόρη του Ωκεανού. Από τον Κρόνο, που της παρουσιάστηκε με μορφή ίππου, γέννησε τον Κένταυρο Χείρωνα, που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • φιλύρα — η (βοτ.), άλλη ονομασία του φυτού φλαμουριά ή τιλιά, που είναι δέντρο ύψους 25 30 μ., φυλλοβόλο, με άνθη λευκοκίτρινα, πολύ αρωματικά, που δίνουν αφέψημα κατευναστικό και εφιδρωτικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»